λίπτω

λίπτω
λίπτω (Α)
1. (ενεργ
και μέσ.) επιθυμώ σφοδρά
2. μέσ. λίπτομαι
είμαι πρόθυμος για κάτι («Τυδεὺς δὲ μαργῶν και μάχης λελιμμένος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εμφανίζει πιθ. τη μηδενισμένη βαθμίδα *lip- τής ΙΕ ρίζας *leip- «ποθώ, ζητώ από κάποιον» και συνδέεται πιθ. με λιθουαν. liepiu, liĕpti «επιβάλλω, κυβερνώ», αρχ. πρωσ. pallaips «τάξη», λ. που απέχουν σημασιολογικά. Κατ' άλλους, η λ. είναι συγγενής με σλοβακ. lipiet, lipnut «επιθυμώ διακαώς» που συνδέονται με άλλες σλαβ. λ. με σημ. «κολλάω», πρβλ. λίπα. Επομένως, κατά την άποψη αυτή, η λ. μπορεί να ανήκει στην ίδια λεξιλογική οικογένεια με τα λίπα, λιπαρός, με διαφορετική σημασιολογική εξέλιξη. Η άποψη αυτή προσκρούει στο ότι ο τ. λίπτω έχει -, ενώ το λιπαρός -ĭ-, αν και η μακρότητα τού λίπτω μπορεί να οφείλεται σε μετρική έκταση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταλιπαρώ — καταλιπαρῶ, έω (Α) παρακαλώ θερμά, ικετεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λιπαρῶ «απαιτώ ζητώ», πιθ. < αμάρτυρο *λιπαρός «απαιτητικός» < λίπτω «επιθυμώ»] …   Dictionary of Greek

  • λίπα — (Α) επίρρ. 1. αφθόνως, πλουσίως («χρίεσθαι λίπα», Ιπποκρ.) 2. (σπαν. ως ουσ. ουδ. ονομ. ή αιτ.) καθετί το άφθονο («χρῑσμα λίπα ἔστω», Θεόφρ.) 3. (φρ. συν. στον Όμ. και στον Ησίοδ.) «λίπ ἐλαίῳ» με άφθονο λάδι («ἔχρισεν λίπ ἐλαίῳ», Ομ. Ιλ.).… …   Dictionary of Greek

  • λιψουρία — λιψουρία, ἡ (Α) επιθυμία για ούρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *λίψουρος ή *λιψουρῶ < λίπτω* + οὖρον] …   Dictionary of Greek

  • leip-2 —     leip 2     English meaning: to wish for, request     Deutsche Übersetzung: “begehren, etwas von jemandem verlangen”     Material: Gk. λίπτομαι, newer λίπτω, participle perf. Med. (in akt. meaning) λελιμμένος “lust, crave”, λίψ ἐπιθυμίαHes.,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”